- αντιμανθάνω
- ἀντιμανθάνω (Α)αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιμαθών — ἀντιμανθάνω learn in turn aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek